- ὀροκάρυον
- ὀροκάρυονmountain-nutneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οροκάρυον — ὀροκάρυον, τὸ (Α) είδος δένδρου το οποίο φύεται σε περιοχές που περιβρέχονται από τον Εύξεινο Πόντο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορο (βλ. λ. όρος [II]) + κάρυον «καρύδι»] … Dictionary of Greek
NUCINA Ligna — arte colorem nitoremque accipiunt. Unde hodieque mensae et alia intestina opera ex nuce facta, oleô unguntur, et linteis fricantur, ut splendeant. Et certe mensae ex hoc ligno etiam olim in pretio, praecipueque ex nuce montana. Strabo l. 12. Ἡ δὲ … Hofmann J. Lexicon universale
κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… … Dictionary of Greek